στομαχιάρης

στομαχιάρης
-α, -ικο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ευαίσθητο στομάχι
2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί δυσπεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στομάχι + κατάλ. -άρης (πρβλ. σαλι-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • στομαχιάρικος — η, ο, Ν [στομαχιάρης] (για τροφή) δύσπεπτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”